Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα B' Παγκόσμιος Πόλεμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα B' Παγκόσμιος Πόλεμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Γιατί είπε το “ΟΧΙ” ο Μεταξάς;

Ένας από τους κυρίαρχους μύθους που καλλιεργείται είτε από άγνοια είτε εν πλήρει συνειδήσει, είναι ότι ο Μεταξάς είπε το ‘ΟΧΙ” στη φασιστική Ιταλία γιατί ήταν “πατριώτης” και “μεγάλος ηγέτης”, που έβαζε τα συμφέροντα του λαού του πάνω από την ιδεολογία του και τους φίλους του. Το δε παράδειγμά του προτείνεται ως πρότυπο ηγετικής συμπεριφοράς….
Είναι όμως έτσι;
Άλλαξε τόσο πολύ ο Μεταξάς από το 1915, το 1922, το 1936 και το 1938;
-το 1915 είχε καταθέσει ένα Υπόμνημα προς τον φίλο του, μονάρχη της Ελλάδας Κωσταντίνο, με το οποίο εν μέσω Α΄Παγκοσμίου Πολέμου -και ως άνθρωπος των Γερμανών στην Ελλάδα- πρότεινε την φιλογερμανική ουδετερότητα με το επιχείρημα ότι η τελική νίκη θα ήταν των Κεντρικών Δυνάμεων, δηλαδή των Γερμανών και των συμμάχων τους (Νεότουρκοι, Αυστριακοί, Βούλγαροι κ.λπ.) Στο ίδιο Υπόμνημα -με το οποίο ξεκινά ουσιαστικά ο μοιραίος Διχασμός- ανάφερε ότι οποιαδήποτε ελληνική παρέμβαση ή και σκέψη για ενσωμάτωση της Μικράς Ασίας θα συνιστούσε αποικιοκρατική πράξη και η Ελλάδα θα μετατρεπόταν σε “αποικιοκρατική χώρα”. Την ίδια άποψη θα ενστερνιστεί για δικούς του λόγους το ΣΕΚΕ-ΚΚΕ το 1919 και θα επαναλαμβάνεται έως σήμερα ως μέγα επιχείρημα από διάφορους σταλινικ0ύς και όχι μόνο, θαυμαστές του νεοτουρκικού εθνικισμού και της κεμαλικής μιλιταριστικής Τουρκίας. 
 
 
-το 1922, την Άνοιξη, δεν είχε δεχτεί την αρχιστρατηγεία του Μικρασιατικού Μετώπου μετά την αποπομπή του Παπούλα. Η ανάληψη της αρχιστρατηγείας από τον Μεταξά θα εξασφάλιζε την ύψιστη αμυντική δυνατότητα της ελληνικής πλευράς και θα απέτρεπε την τραγική κατάρευση που επέφερε η διοίκηση Χατζηανέστη. Η τελική Καταστροφή του Αυγούστου του ’22 και η τρομακτική σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού που ακολούθησε από το νικητή Μουσταφά Κεμάλ, φέρει ΚΑΙ την σφραγίδα του Ιωάννη Μεταξά.
Η στάση του κρίθηκε ως αντεθνική από τους ιδεολογικούς του φίλους. Ο Γεώργιος Βλάχος, εκδότης της Καθημερινής είχε αμφισβητήσει πλήρως τον πατριωτισμό του Μεταξά, γράφοντας στην στήλη του (25-8-22): “Ενας ”κύριος” εισέρχεται εις την Σχολήν των Ευελπίδων, τρέφεται εκεί και εκπαιδεύεται δι’ εξόδων του Κράτους ……….και καταλήγει ο Γεώργιος Βλάχος ”- Είμαι ο κ. Αντιστράτηγος. Θέλω να γίνω πρωθυπουργός… Έχω τα χαρτιά μου εντάξει : ”Τα έχω ειπή” Αλλά η Ελλάς έχει εργασίαν μαζεύει τα τέκνα της. Αν δεν είχε θα έπαιρνε την σκούπαν και θα του έλεγε εκεί , εις την Οδόν:
– Φύγε απ’ εδώ, Άνθρωπε μικρέ, που περίμενες να κατασκευάσης πρωθυπουργικόν φράκον από τα Ράκη. Φύγε από εδώ, ανυπότακτε στρατιώτα των αναγκών μου, αυτόκλητε κηδεμόνα της ατυχίας μου, τέκνον άχρηστον, άνθρωπε μηδέν. Αυτό θα έλεγε είς τον Αντιστράτηγον κ. Μεταξαν, δακρύουσα η Ελλάς, αν έστρεφε ποτέ προς τον κ. Μεταξάν η Ελλάς τα βλέμματα .


-το 1936, στις 4 Αυγούστου, κηρύσσει πραξικόπημα. Στην Ελλάδα επικρατεί για πρώτη φορά ο ολοκληρωτισμός και ο ελληνικός λαός αντιμετωπίζεται ως “εχθρός” και τίθεται στο περιθώριο των εξελίξεων.
-το 1938, με αφορμή το θάνατο του Μουσταφά Κεμάλ, μετονόμαζε προς τιμήν του Τούρκου δικτάτορα την Οδό Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη σε Οδό Κεμάλ Ατατούρκ και με το ελληνικό δημόσιο χρήμα αγόραζε από τον ιδιώτη που το κατείχε το σπίτι όπου υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο Κεμάλ και το χάριζε στο τουρκικό κράτος.
Πέρα απ’ όλα αυτά, την καλύτερη απάντηση στο ερώτημα γιατί είπε ΟΧΙ την έδωσε ο ίδιος ο Μεταξάς στις 30 Οκτωβρίου, όταν μίλησε στους συντάκτες του αθηναϊκού Τύπου. Τι ήταν αυτό λοιπόν που έκανε τον Μεταξά να πει το “ΟΧΙ” στους Ιταλούς φασίστες ομοίδεάτες του; Γιατί ο Μεταξάς ιδεολογικά ήταν ομόφρων του φασισμού και του ναζισμού. Και επιπλέον ο ίδιος στο Ημερολόγιό του αυτοπροβάλλεται ως ο υπέρτατος κάτοχος της ναζιστικής αλήθειας: “η Ελλάς εγινε απο της 4ης Αυγουστου Κρατος αντικομμουνιστικό. Κρατος αντικοινοβουλευτικό. Κρατος ολοκληρωτικό……. Επομένως , αν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αγωνίζονταν πραγματικά για την ιδεολογία που υψώσανε για σημαία έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους την δύναμη…” (Προσωπικό Ημερολογιο του Ι. Μεταξα . Τομ Δ .σελ 553).
Σύμφωνα με την άποψη του ιδίου το ΟΧΙ ήταν επιβεβλημένος μονόδρομος, εφόσον ο Χίτλερ του είχε δηλώσει σαφώς ότι ουδετερότητα της Ελλάδας, δηλαδή συμμαχία με τον Άξονα, θα σήμαινε ότι παραχωρείται η Ήπειρος έως και την Πρεβεζα στους Ιταλούς και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη στους Βουλγάρους.

Ανακοίνωσις του Πρωθυπουργού Ι. Μεταξά προς τους ιδιοκτήτας και αρχισυντάκτας του Αθηναϊκού Τύπου εις το Γενικόν Στρατηγείον (ξενοδοχείον “Μεγάλη Βρεταννία”) εις τας 30 Οκτωβρίου 1940
Κύριοι,
Έχω λογοκρισίαν [1] και ημπορώ να σας υποχρεώσω να γράφετε μόνον ό,τι θέλω. Aυτήν την ώραν όμως δεν θέλω μόνον την πέννα σας. Θέλω και την ψυχήν σας. Γι’ αυτό σας εκάλεσα σήμερα για να σας μιλήσω με χαρτιά ανοιχτά. Θα σας ειπώ τα πάντα. Θα σας ειπώ ακόμη και τα μεγάλα μου πολιτικά μυστικά. Θέλω vα ξέρετε και σεις όλα τα σχετικά με την εθνικήν μας περιπέτεια ώστε να γράφετε, όχι συμμορφούμενοι προς τας οδηγίας μου, αλλά εμπνεόμενοι εις την προσωπική σας πίστιν από την γνώσιν των πραγμάτων.
Σας απαγορεύω να ανακοινώσητε σχετικά το παραμικρόν σ’ οποιονδήποτε. Απολύτως και γιά οιονδήποτε λόγον. Κάθε παράβασις αυτής της εντολής μου θα έχη δια τον υπεύθυνον -και να είσθε βέβαιοι ότι θα ευρεθή ο υπεύθυνος- τας συνεπείας τας οποίας πρέπει να έχη σε πόλεμο ζωής ή θανάτου του Έθνους η προδοσία ενός μεγάλου μυστικού, έστω και αυτό αν έγινε από αφέλεια, χωρίς την παραμικρή κακή πρόθεσι. Φυσικά έχω τον λόγον σας…
 
 
Mη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. Ή ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει δια να τον αποφύγωμε.
Από την εποχήν της καταλήψεως της Αλβανίας το Πάσχα πέρυσι το πράγμα άρχισε να φαίνεται. Από τον περασμένο Μάιο είπα καθαρά στον κ. Γκράτσι [2] ότι αν προσεβαλλόμεθα εις τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα ανθιστάμεθα αντί πάσης θυσίας και δι’ όλων των μέσων. Συγχρόνως όμως μου ήρχοντο από την Ρώμην, από την Βουδαπέστην, από τα Τίρανα, από παντού πληροφορίαι αντίθετοι [3].
Εις τας 15 Αυγούστου έγινεν ο τορπιλλισμός της ΕΛΛΗΣ. Γνωρίζετε ότι από την πρώτην στιγμήν διεπιστώθη ότι το έγκλημα ήτο Ιταλικόν. Εν τούτοις δεν επετρέψαμεν να γνωσθή ότι είχομεν και τας υλικάς πλέον αποδείξεις περί της εθνικότητος του εγκληματίου [4]. Συγχρόνως όμως διέταξα τα αντιτορπιλικά τα οποία συνώδευον τα πλοία που μετέφερον τους προσκηνητάς από την Τήνον μετά το έγκλημα, άν προσβληθούν από αεροπλάνα ή οπωσδήποτε άλλως να κάμουν αμέσως χρήσιν των όπλων των.
Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. Μου διεμηνύθη εκ μέρους τον Χίτλερ, η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. Έκαμα το πάν δια να μη μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ’ ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν η όλως αόριστος σύστασις του Βερολίνου. Σεις καλύτερον παντος άλλου γνωρίζετε ότι έκαμα το πάν δια να μη δώσωμεν αφορμήν εμφανίσεως της Ιταλίας ως δυναμένης να έχη ευλογοφανείς καν αφορμάς αιτιάσεων. Λόγω του επαγγέλματός σας έχετε παρακολουθήσει εις όλες τις λεπτομέρειες την ιστορίαν των ατελειώτων ιταλικών προκλήσεων δημοσιογραφικών και άλλων, αλλά και την χριστιανικήν υπομονήν την οποίαν ετηρίσαμεν, προσποιούμενοι ότι δεν τις καταλαβαίνουμε, περιοριζόμενοι μόνον σε δημοσιογραφικάς ανασκευάς των ιταλικών εναντίον μας κατηγοριών [5].
Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πώς καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τοv τόπον από αυτόν έστω και δια παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατευθυνσιν τον Άξονος μου έδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορουσε να είναι μία εκουσία προσχώρησιν της Ελλάδος εις την “Νέαν Τάξιν” [6]. Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ “ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος”.
Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς δια την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως “ασήμαντοι” εμπρός εις τα “οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα” τα οποία θα είχεν δια την Ελλάδα ή Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Φυσικά με πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι’ όλων των μέσων να κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσιν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς της να υπαχθή υπό την Νέαν Τάξιν.
 
 
Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις oτι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο “εις το ελάχιστον δυνατόν”. Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορουσε να είναι αύτο το έλάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς [7].
Δηλαδή θα έπρεπε:
δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των.

Δεν δύναμαι αφ’ ετέρου να μη παραδεχθώ ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν το δίκαιον δεν θα ευρίσκετο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών και να μην αναγνωρίσω, ότι όταν ένας λαός, όπως ο αγγλικός, αμύνεται δια την ζωήν του, θα ήτο πλήρως δικαιολογημένος να κάνη τα ανωτέρω. Αλλά τότε ο Ελληνικός λαός δικαίως θα ετάσσετο εναντίον της κυβερνήσεως η οποία δια vα τον προφυλάξη από τον πόλεμον θα τον κατεδίκαζε εις εθελουσίαν υποδούλωσιν μετ’ εθνικού ακρωτηριασμού. Αυτή η δήθεν προφύλαξις θα ήτο δια την τύχην της εις το μέλλον Ελληνικής φυλής, πλέον ολεθρία και από τας χειροτέρας έστω συνεπείας οποιουδήποτε πολέμου. Το δίκαιον λοιπόν, δεν θα ήτο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών, εάν η τελευταία ενήργει κατά τας υποδείξεις του Βερολίνου που ανέφερα. Το δίκαιον θα ήτο με το μέρος του Ελληνικού Λαού, ο οποίος θα κατεδίκαζεν αυτήν, και των Άγγλων οι οποίοι υπερασπίζοντες την ύπαρξίν των επίσης δικαίως θα ελάμβανον τα μέτρα που εφέροντο έχοντες μελετήσει, εισακούοντες άλλωστε τας δικαίας αιτιάσεις των Ελλήνων, οίαι θα προέκυπτον εν καιρώ εάν εδίδετο ή εύλογος αυτή αφορμή.
Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπον, υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των, έπειτα από μίαν τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος εις τους εχθρούς των να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας τουλάχιστον. Το συμπέρασμα αυτό δεν προέκυψεν μόνον από την πλέον απλήν λογικήν, άλλά και από ασφαλείς και βεβαίας πληροφορίας εξ Αιγύπτου, καθ’ ας ειχεν ήδη προμελετηθή και αντιμετωπισθή ή ενέργεια που θα έπρεπε να γίνη ως φυσικόν επακόλουθον πάσης τυχόv εκουσίας ή ακουσίας συνεργασίας της Ελλάδος με τον Άξονα, εις τας ελληνικάς νήσους και προς παρεμπόδισιν εν περιπτώσει της δυνατότητος δια τόν Άξονα να τας χρησιμοποιήση.
Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, άλλά τρείς αυτήν την φοράν Ελλάδες………….
Εν κατακλείδι
Το ΟΧΙ, λοιπόν δεν ήταν αποτέλεσμα της “ηρωϊκής και πατριωτικής” στάσης του Μεταξά, όπως κάποιοι -είτε εκ του πονηρού είτε από αφέλεια- πιστεύουν, αλλά υποχρεωτικό αποτέλεσμα εκείνων των συνθηκών. Η αγιοποίηση του Μεταξά προήλθε από άγνοια, όπου ακόμα και οι πολιτικοί του αντίπαλοι του έβαλαν το φωτοστεφανο (που σήμερα περήφανα προπαγανδίζουν οι νεοναζί λάτρεις της 4ης Αυγούστου).
Στην περίπτωση αυτή, η ρήση του Διονυσίου Σολωμού ότιΤο Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό ισχύει στο έπακρον!!!
 


Πηγή: http://kars1918.wordpress.com/2012/10/28/oxi-metaxas/

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

28η Οκτωβρίου 1940

 


28η Οκτωβρίου 1940. Μια μεγάλη ημέρα για την Ελλάδα και την ιστορία της, που γράφτηκε στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου. Αποφεύγοντας τις υπερβολές, τις υπερμεγεθύνσεις, τους εξωραϊσμούς και τις υπεραπλουστεύσεις που ακούγονται πάντα αυτές τις ημέρες, θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε μερικές πτυχές αυτής της σύγκρουσης:

1) Οι συσχετισμοί δυνάμεων.

Ο ιταλικός στρατός διέθετε στις 28 Οκτωβρίου 140.000 στρατιώτες σε όλη την Αλβανία, αριθμός που περιελάμβανε τους συνοριοφύλακες, τις δυνάμεις δημόσιας τάξης και τα εξαιρετικά αναξιόπιστα σώματα των Αλβανών εθελοντών.
Από αυτούς οι 100.000 μπορούσαν να θεωρηθούν στρατεύματα πρώτης γραμμής και από αυτά το μεγαλύτερο μέρος (εκτός από δύο μεραρχίες που κάλυπταν τα σύνορα προς την Γιουγκοσλαβία) ήταν παρατεταγμένοι στα ελληνικά σύνορα.
Οι Έλληνες αν και είχαν μόνο 35.000 άνδρες στα σύνορα, με τρόπο ώστε να μην θεωρηθεί πρόκληση η υπερβολική συγκέντρωση δυνάμεων εκεί, είχαν ήδη επιστρατεύσει περισσότερους από 80.000 στρατιώτες και πολύ γρήγορα (σε 15-20 ημέρες) μπορούσαν να παρατάξουν έναν στρατό 300 με 400.000 ανδρών.
Τα ιταλικά στρατεύματα ήταν, στο ξεκίνημα των επιχειρήσεων, ισχυρότερα στους τομείς της Ηπείρου και της Πίνδου (σύμφωνα με το Γ.Ε.Σ. υπήρχαν εκεί 22 τάγματα, 61 πυροβολαρχίες κα 2,5 συντάγματα ιππικού των ιταλών έναντι 15 ταγμάτων και 16,5 πυροβολαρχιών των Ελλήνων), υποδεέστερα δε στον τομέα της Κορυτσάς, στο μέτωπο της δυτικής Μακεδονίας (όπου είχαν μόνο 17 τάγματα έναντι 22 ελληνικών σύμφωνα με στοιχεία της ελληνικής Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του Γ.Ε.Σ.).
Η αδυναμία των εισβολέων στον τελευταίο τομέα όπου οι Έλληνες ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο στις πρώτες ημέρες των επιχειρήσεων, έκρινε και την έκβαση του πολέμου καθώς η εκεί ελληνική αντεπίθεση απείλησε με κύκλωση όχι μόνο τη μεραρχία «Τζούλια» αλλά και ολόκληρο τον ιταλικό στρατό που είχε εμπλακεί στον τομέα της Ηπείρου (όπου και είχε σημαντικά προελάσει).
Από τα μέσα Νοεμβρίου η ελληνική αριθμητική υπεροχή έγινε προφανής σε όλους τους τομείς του μετώπου καθώς ολοκληρώθηκε η επιστράτευση και πιστοποιήθηκε η μη επέμβαση της Βουλγαρίας.
Οι Ιταλοί, που είχαν να ξεπεράσουν το εμπόδιο της μικρής ικανότητας φορτοεκφόρτωσης των λιμανιών της Αλβανίας (3.500 τόνοι την ημέρα έναντι αναγκών που υπερέβαιναν τους 10.000 τόνους), ισοφάρισαν αριθμητικά τους Έλληνες τον Ιανουάριο του 1941 και απέκτησαν σαφή υπεροχή τον Μάρτιο.
Στη διάρκεια της μεγάλης «Εαρινής επίθεσης» των Ιταλών, ο ιταλικός στρατός στην Αλβανία είχε πλέον υπερβεί τους 550.000 άνδρες έναντι 300.000 Ελλήνων στρατιωτών [1].



2) Το αξιόμαχο του ιταλικού στρατού.

Υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι η Ιταλία ως αντίπαλος ήταν στα μέτρα των ελληνικών όπλων [2] και ότι η αναμέτρηση μαζί της θα μπορούσε να είναι νικηφόρα.
Η Γερμανία τρόμαζε, η υπερφίαλη Ιταλία μάλλον το γέλιο προκαλούσε. Δεν ήταν μόνο ο τρόπος της ύαινας με τον οποίο το φασιστικό καθεστώς έτρεξε να προλάβει τον πόλεμο στη Γαλλία, όταν πλέον βεβαιώθηκε ότι αυτός είχε τελεσίδικα κριθεί.
Οι νίκες των ιταλικών όπλων στα χρόνια του ’30 ελάχιστους έπειθαν.
Στην Αβυσσηνία χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν δηλητηριώδη αέρια, χλώριο, για να νικήσουν έναν στρατό ιθαγενών.
Στον ισπανικό εμφύλιο, οι ιταλοί εθελοντές του φασισμού πέτυχαν, παρά τον μεγάλο αριθμό τους, πολύ λιγότερα από ό,τι λόγου χάρη οι Μαροκινοί μισθοφόροι του Φράνκο.
Ο Χίτλερ αντιμετώπιζε τους Ιταλούς με συγκατάβαση, δύσκολα κρύβονταν αυτό στους λόγους και στις εικόνες, οι δε θεωρητικοί του ναζισμού, ελάχιστα αναβάθμιζαν την εικόνα των ιταλών και της Ιταλίας.
Τους ταξινομούσαν στην ράθυμη, παρηκμασμένη Μεσόγειο, και μετά βίας τους έδιναν θέση ανθρώπων στην ρατσιστική ταξινόμηση του κόσμου [3].
Όσο για το ιταλικό σχέδιο επίθεσης μάλλον αντικατόπτριζε την αλλοπρόσαλλη πολιτική της ιταλικής ηγεσίας όπου επέβαλε ένα σχέδιο ριψοκίνδυνο, περίπου τυχοδιωκτικό, που σήμερα δημιουργεί εύλογα ερωτήματα ως προς την ικανότητα ανάλυσης και εκτίμησης της πραγματικότητας από την τότε ιταλική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία [4].
Στα «Πρακτικά της συνεδρίασης του Ανώτατου Πολεμικού Συμβουλίου της Ιταλίας» στο Παλάτσο Βενέτσια στην Ρώμη, που έγινε στις 15 Οκτωβρίου 1940 διαβάζουμε:

"Τζακομόνι [5]:Ποια είναι όμως η κατάστασις εις την Ελλάδα;
Μουσολίνι: Αυτό ακριβώς μας ενδιαφέρει. […]
Τζακομόνι: Πληροφορίαι κατασκόπων μας ληφθείσαι προ διμήνου φέρουν τους Έλληνας ως μη δυναμένους να προβάλλουν αξιόλογον αντίστασιν. […] Φαίνεται πως οι Έλληνες έχουν χάσει το ηθικό των.
Πράσκα [6]: Η εκστρατεία αυτή εμφανίζεται προ ημών υπό τους καλύτερους οιωνούς.

Η γεωγραφική θέσις και μορφή της Ηπείρου δεν ευνοεί την δυνατότητα επεμβάσεως εις τον αγώνα μεγάλων ελληνικών δυνάμεων. Διότι από την μίαν πλευράν υπάρχει θάλασσα και από την άλλην απροσπέλαστοι οροσειραί.
Η διασπορά αυτή των ελληνικών δυνάμεων –που υπολογίζεται ότι δεν υπερβαίνουν τους 30.000 άνδρας- θα μας επιτρέψη να καταλάβωμεν συντόμως την Ήπειρον εις χρονικόν διάστημα 10-15 ημερών.
Μουσολίνι: Γνωρίζετε ποίον είναι το ηθικόν των Ελλήνων στρατιωτών;
Πράσκα: Δεν θα πολεμήσουν με ευχαρίστησιν"
[7].




3) Η σημασία της ελληνικής νίκης στην έκβαση του πολέμου.

Η ελληνική νίκη αναμφίβολα ανύψωσε το ηθικό της δημοκρατικής Ευρώπης και αποτέλεσε μια ένεση ηθικού και χαράς. Άλλαξε την ψυχολογία της κοινής γνώμης στην Ευρώπη, όμως οι γνώστες της ιταλικής πολεμικής επιχειρησιακής δυνατότητας ήξεραν ότι η ήττα της Ιταλίας ήταν φυσιολογική, μόνο που ο απαράμιλλος ηρωισμός και πατριωτισμός των Ελλήνων την έκαναν να φαίνεται ως το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Σχετικά τώρα με τις πραγματικές επιπτώσεις της ελληνικής νίκης, οι απόψεις, φυσιολογικά και αναπόφευκτα, διίστανται.
Ο Χίτλερ, σε συνομιλία του με την Leni Riefenstahl είπε με πικρία: "εάν οι ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δεν χρειάζονταν τη βοήθειά μας, ο πόλεμος θα είχε πάρει διαφορετική τροπή. Θα είχαμε αποφύγει το ρωσικό χειμώνα κατά αρκετές εβδομάδες και θα είχαμε καταλάβει το Λένινκγραντ και τη Μόσχα.
Δεν θα υπήρχε Μάχη του Στάλινγκραντ "[8].
Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Antony Beevor, υποστηρίζουν ότι δεν καθυστέρησε η ελληνική αντίσταση την επίθεση του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση, αλλά η αργή κατασκευή αεροδρομίων στην Ανατολική Ευρώπη [9].
O Γ.Μαργαρίτης, Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ, γράφει:
"Έχει συχνά τονιστεί η σημασία της ελληνικής επιτυχίας στο αλβανικό μέτωπο για την έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Θα ήμασταν πιο κοντά στην πραγματικότητα αν περιορίζαμε το κεφάλαιο αυτό στις πραγματικές του διαστάσεις.
Επρόκειτο για δευτερεύουσα σε τελευταία ανάλυση σύγκρουση –ως προς τις γενικότερες εξελίξεις του πολέμου- σε μια περιοχή με ιδιαίτερα περιορισμένη εκείνον τον καιρό στρατηγική σημασία" [10].



Αν θέλουμε να καταδειχθεί σε γενική κλίμακα το μέγεθος του ελληνοϊταλικού πολέμου εν συγκρίσει με το γενικό θέατρο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο αριθμός των 13.325 ελλήνων νεκρών που κατεγράφησαν επίσημα από το Γ.Ε.Σ. [11] και αφορά όλα τα μέτωπα των πολέμων στα έτη 1940-1941 (εκτός της μάχης της Κρήτης) ωχριά μπροστά στις εκατόμβες των εκατομμυρίων νεκρών κατά την τιτάνια σύγκρουση της ναζιστικής Γερμανίας με την Σοβιετική Ένωση.
Πληροφοριακά αναφέρω ότι κατά τον ελληνογερμανικό πόλεμο, τις μεγαλύτερες απώλειες τις είχαν οι Βρετανοί (11.840) ενώ οι Γερμανοί είχαν 1.100 [12].
Όσον δε αφορά την μετέπειτα Εθνική Αντίσταση και το πόσο αυτή επηρέασε την τελική έκβαση του πολέμου, ο κ.Μαργαρίτης, ένας αριστερός ιστορικός, είναι ειλικρινής και ξεκάθαρος:
«Στην τελική έκβαση του πολέμου, το ειδικό βάρος της ελληνικής Αντίστασης, του ΕΛΑΣ, ελάχιστα καθοριστικό ήταν.
Σε έναν πόλεμο όπου, στην ευρωπαϊκή εκδοχή του, πήραν μέρος 80.000.000 πολεμιστές- στα πέντε χρόνια διάρκειάς του- οι 150.000 που υπηρέτησαν συνολικά –όχι όλοι την ίδια περίοδο- στις γραμμές του ΕΛΑΣ, ελάχιστη σημασία είχαν» [13].



4) Ελληνική ιστοριογραφία και (αυτο)λογοκρισία.
Τέλος, όσον αφορά την κατάρρευση του ελληνικού στρατού έπειτα από την ήττα του από τον γερμανικό στρατό, το κύμα λιποταξίας και αναρχίας που ακολούθησε, το φετιχιστικό δόγμα του ελληνικού στρατιωτικού επιτελείου να μην δοθεί ούτε μια σπιθαμή γης στους Ιταλούς την ώρα που έπρεπε να φύγουν οι ελληνικές δυνάμεις από την Πίνδο και να μεταβούν στο ελληνογερμανικό Μέτωπο (αντ’αυτού μόνο 6 από τις 21 ελληνικές μεραρχίες αντιμετώπισαν τους γερμανούς, με τις υπόλοιπες να χαραμίζονται στην Πίνδο για να κρατήσουν τα όσα κέρδισαν από τους Ιταλούς), την ρεαλιστική και επιβεβλημένη πράξη συνθηκολόγησης της στρατιωτικής ηγεσίας με τους Γερμανούς [14], για την επίσημη ελληνική ιστοριογραφία ίσχυσε η αυτολογοκρισία (unremembering) για την οποία γράφει ο Α.Λιάκος, Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών:
«[…] από τη λογοκρισία της μνήμης υπάρχουν σιωπές εξαιτίας λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας της μνήμης, σιωπές εξαιτίας της επιλεκτικότητάς της, σιωπές για εμπειρίες που είναι τόσο τραυματικές ώστε δεν μπορούν να αφηγηματοποιηθούν και να ειπωθούν, δομικές σιωπές εξαιτίας του τρόπου που συγκροτούνται το αρχείο και η εξιστόρηση, σιωπές ντροπής, σιωπές ενοχής, μελαγχολικές σιωπές, σιωπές για πράγματα που θυμόμαστε ή για πράγματα που ξεχάσαμε»[15].

Αντί επιλόγου, ένα μικρό απόσπασμα από την "πορεία προς το Μέτωπο", από το "Άξιον εστί" του Οδ.Ελύτη:

"[...] Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα".

doctor

_____________________________________________

[1] «Η Ιστορία των Ελλήνων», εκδ.ΔΟΜΗ, 13ος τόμος, σσ.53-4. Τα στοιχεία παρατίθενται από τον κ.Γιώργο Μαργαρίτη, Καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ και έχουν ως κύρια πηγή την «Επίτομη Ιστορία του ελληνοϊταλικού και ελληνογερμανικού πολέμου,1940-1941» του Γενικού Επιτελίου Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ.).
[2] Η Ελλάδα ήταν καλά πληροφορημένη από την βρετανική κατασκοπεία για το αξιόμαχο του ιταλικού στρατού, για την επιχειρησιακή του ικανότητα αλλά και για τις κινήσεις του. Ο ιταλός ιστορικός Renzo de Felice αναφέρει: «Η στρατιωτική υπεροχή (αριθμητική και τεχνική) ήταν πάντοτε, τους πρώτους μήνες του πολέμου με την πλευρά των Ελλήνων. Οι Έλληνες ήταν πολύ καλά πληροφορημένοι (από την βρετανική κατασκοπεία) για τις ιταλικές προθέσεις […] (De Felice, Renzo “Musolini l’Alleato: Italia in Guerra 1940-1943,σ.87-8).
[3] Δομή, ο.π. σ.44.
[4] Δομή, ο.π. σ.31.
[5] Ιταλός «Αντιβασιλέας της Αλβανίας» και ανώτατος Διοικητής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία.
[6] Στρατηγός, επικεφαλής των ιταλικών δυνάμεων στο ελληνικό μέτωπο.
[7] «Πρακτικά της συνεδρίασης του Ανώτατου Πολεμικού Συμβουλίου της Ιταλίας» στο Παλάτσο Βενέτσια στην Ρώμη, που έγινε στις 15 Οκτωβρίου 1940, όπως παρατίθενται από τον Δ.Κόκκινο, «Οι δύο πόλεμοι», 1940-41, τόμος Β’, σσ.154-6.
[8] Leni Riefenstahl, “A Memoir” (Picador New York, USA, 1987), σ.295. Πηγή:Wikipedia.
[9] Beevor Antony, “Crete:The Battle and the Resistance” (New York,2002), σ.230. Πηγή: Wikipedia.
[10] Δομή, ο.π. σ.35.
[11] Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, «Η Υγειονομική Υπηρεσία του Στρατού κατά τον πόλεμο 1940-1941», Αθήνα, 1983. Φονευθέντες αξιωματικοί και οπλίτες: 13.325. Εξαφανισθέντες: 1.248. Τραυματίες: 62.663. Αιχμάλωτοι πολέμου:2.364. Στην μάχη της Κρήτης οι απώλειες των υπερασπιστών ανήλθαν σε 4-5.000 νεκρούς από τους οποίους οι 2.000 ήταν ναύτες του Βρετανικού ναυτικού, 1.800 στρατιώτες των αυτοκρατορικών στρατευμάτων και πολλοί έλληνες, στρατιώτες και πολίτες. Η πλευρά των επιτιθέμενων έχασε 5-6.000 στρατιώτες εκ των οποίων 4.750 αλεξιπτωτιστές, σώμα επίλεκτο που έως τότε είχε πετύχει σημαντικά κατορθώματα με μικρό κόστος.
[12] Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού των Η.Π.Α., «Η εκστρατεία των Γερμανών στα Βαλκάνια. Άνοιξη 1941» (συντάχθηκε με βάση γερμανικές πηγές), Αθήνα, Εκάτη, 1996, σ.165.
[13] Γ.Μαργαρίτη, «Η Εθνική Αντίσταση», Δομή, ο.π. σ.376.
[14] Η επίσημη ελληνική ιστοριογραφία έχει δαιμονοποιήσει την συνθηκολόγηση της στρατιωτικής ηγεσίας με τους Γερμανούς. Σχετικά με αυτό διαβάζουμε στο «Ελλάς η σύγχρονη συνέχεια» των Θ.Βερέμη-Γ.Κολιόπουλου:
«η ελληνική άμυνα στα οχυρά της ανατολικής Μακεδονίας κάμφθηκε ύστερα από γενναία αντίσταση. Σύντομα επίσης κάμφθηκε η αντίσταση των βρετανικών και ελληνικών δυνάμεων στην κεντρική Μακεδονία, με συνέπεια να ανοίξουν τα περάσματα και οι δρόμοι που οδηγούν προς την Αθήνα και την Ήπειρο, όπου έμελλε να παιχτεί η τελευταία πράξη ενός πολιτικού δράματος.
Αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο να συλληφθεί αιχμάλωτος ο στρατός του αλβανικού μετώπου μετά τη διάσπαση της άμυνας στη Μακεδονία, οι στρατιωτικοί ηγέτες του έκαναν έκκληση στην κυβέρνηση να αναλάβει την ευθύνη της συνθηκολόγησης με τους Γερμανούς και να σώσει την τιμή του στρατού.
Η έκκληση αυτή ήταν ουσιαστικά απειλή ότι την ευθύνη της συνθηκολόγησης θα αναλάμβανε η στρατιωτική ηγεσία του μετώπου, εάν δεν την αναλάμβανε η κυβέρνηση.
Δεδομένου δε ότι η ελληνική κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να μην αναλάβει αυτή την ευθύνη για να μην ατιμάσει την Ελλάδα, αφού στη χώρα μάχονταν βρετανικά στρατεύματα, η έκκληση αποτελούσε ταυτόχρονα προειδοποίηση της στρατιωτικής ηγεσίας για την ενέργεια στην οποία σκόπευε να προβεί, απαλλάσσοντας την κυβέρνηση από την ευθύνη της ενέργειας.
Η έκκληση της στρατιωτικής ηγεσίας του Αλβανικού Μετώπου ωστόσο έκρυβε μια οδυνηρή πραγματικότητα, την προοδευτική διάλυση των μονάδων του μετώπου εξαιτίας της ακατάσχετης διαρροής ανδρών και της αδυναμίας των διοικητών τους να τη συγκρατήσουν.
Ο κίνδυνος να εξανεμιστούν οι μονάδες του μετώπου εξαιτίας της παράτασης της αβεβαιότητας, καθώς και ο κίνδυνος να βρεθούν οι ελληνικές δυνάμεις σε μειονεκτική θέση έναντι των Ιταλών πριν να φτάσουν στην Ήπειρο τα γερμανικά στρατεύματα εξηγούν αυτή την έκκληση της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας του μετώπου προς την κυβέρνηση της χώρας να αναλάβει επειγόντως την ευθύνη της συνθηκολόγησης με τους Γερμανούς.
Η απάντηση της κυβέρνησης στην έκκληση των στρατιωτικών, ότι δηλαδή ήταν αδύνατον να αναλάβει η ίδια την ευθύνη, εμμέσως αποδέσμευε τη στρατιωτική ηγεσία του μετώπου να σηκώσει αυτή τον σταυρό του μαρτυρίου, για να μην διαταραχτούν οι σχέσεις της χώρας με τη Βρετανία και διακυβευτούν με αυτό τον τρόπο ύψιστα εθνικά συμφέροντα (σ.393-4. Πηγή: .John Koliopoulos, Greece and the British Connection, 1935-1941, σ.263).
[15] Αντ.Λιάκος, «Πως το παρελθόν γίνεται ιστορία», σσ. 274-5.
[16] Οδυσσέας Ελύτης, “Η πορεία προς το μέτωπο”, “Το Άξιον Εστί”, 1959


Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Το ΟΧΙ του ελληνικού λαού (28.10.1940)

 
Πολίτες της Αθήνας, στοιβαγμένοι και γαντζωμένοι όπως - όπως στο τρένο, ξεκινούν για το αλβανικό μέτωπο
Το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου του 1940 το ελληνικό Εθνικό Θέατρο εγκαινίαζε τη χειμερινή του περίοδο με την παράσταση «Μαντάμ Μπατερφλάι» του Πουτσίνι από τη Λυρική Σκηνή. Παρόντες στην παράσταση, όλος ο «καλός κόσμος» της εποχής, η κυβέρνηση του Μεταξά, ο ίδιος ο δικτάτορας, ο βασιλιάς Γεώργιος με την οικογένειά του, η ηγεσία της ιταλικής πρεσβείας, ενώ προσκεκλημένος της κυβέρνησης παραβρέθηκε στην παράσταση και ο γιος του Πουτσίνι με τη σύζυγό του. Το επόμενο βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, προς τιμήν του ζεύγους Πουτσίνι η ιταλική πρεσβεία έδωσε δεξίωση, στην οποία είχε προσκληθεί σχεδόν όλος ο «καλός κόσμος» της προηγούμενης βραδιάς και φυσικά η ελληνική κυβέρνηση και η βασιλική οικογένεια. Εντούτοις, η πολιτική εκπροσώπηση της χώρας περιορίστηκε στις παρουσίες του μόνιμου υφυπουργού Εξωτερικών Νικ. Μαυρουδή και του υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού Θ. Νικολούδη. Η δεξίωση, ακολουθώντας τις ελληνικές συνήθειες, ξεκίνησε αργά το βράδυ και κράτησε ως τα ξημερώματα. Τα τραπέζια ήταν διακοσμημένα με ελληνικές και ιταλικές σημαίες, ενώ η τούρτα έφερε πάνω τη φράση «Ζήτω η Ελλάς»1.

Η εικόνα και των δύο εκδηλώσεων άφηνε την εντύπωση πως οι σχέσεις των δύο χωρών δεν αντιμετώπιζαν άμεσα την απειλή κάποιας ρήξης, αλλά τούτο μάλλον ήταν περισσότερο ένα διπλωματικό παιχνίδι παρά η αλήθεια. Πίσω από τη βιτρίνα, η πραγματικότητα φάνταζε σκληρή και αδυσώπητη.


Καλπάκι - άγαλμα μαχητη του 1940

Πέτροβας Σπύρος
Λίγο πριν την έναρξη, και κατά τη διάρκεια της δεξίωσης στην ιταλική πρεσβεία, οι αρμόδιες υπηρεσίες της λάμβαναν κομματιαστά - σε τέσσερις δόσεις - ένα κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα, η αποκρυπτογράφηση του οποίου θα το καθιστούσε το σημαντικότερο, ίσως, ιστορικό ντοκουμέντο της σύγχρονης ιστορίας των ελληνοϊταλικών σχέσεων.

Η κήρυξη του πολέμου
Μετά τις 5 το πρωί της 27ης Οκτωβρίου του 1940, όταν έφυγαν και οι τελευταίοι καλεσμένοι από την ιταλική πρεσβεία, ο πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι πήρε το αποκρυπτογραφημένο τηλεγράφημα κι άρχισε να το διαβάζει. Επρόκειτο για μια τελεσιγραφική διακοίνωση της ιταλικής προς την ελληνική κυβέρνηση, η οποία μεταξύ άλλων έλεγε2:
«Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική. Η ευθύνη διά την κατάστασιν ταύτην επιπίπτει πρωτίστως επί της Αγγλίας και επί της προθέσεώς της όπως περιπλέκη πάντοτε άλλας χώρας εις τον πόλεμον. Η Ιταλική Κυβέρνησις θεωρεί έκδηλον ότι η πολιτική της Ελληνικής Κυβερνήσεως έτεινε και τείνει να μεταβάλη το ελληνικόν έδαφος, ή τουλάχιστον να επιτρέψη όπως το ελληνικόν έδαφος μεταβληθή εις βάσιν πολεμικής δράσεως εναντίον της Ιταλίας. Τούτο δε θα ηδύνατο να οδηγήση εις μίαν ένοπλον ρήξιν μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδος, ρήξιν την οποίαν η Ιταλική Κυβέρνησις έχει πάσαν πρόθεσιν να αποφύγη. Οθεν, η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν - ως εγγύησιν διά την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν διά την ασφάλειαν της Ιταλίας - το δικαίωμα να καταλάβη διά των ενόπλων αυτής δυνάμεων, διά την διάρκειαν της σημερινής προς την Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι. Τα στρατεύματα ταύτα δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η Ιταλική Κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς, διά της προσωρινής κατοχής στρατηγικών τινών σημείων, επιβαλλομένης υπό της ανάγκης των περιστάσεων και εχούσης καθαρώς αμυντικόν χαρακτήρα, να θίξη οπωσδήποτε την κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώση αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αυτή δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήση αντίστασιν, η αντίστασις αύτη θα καμφθή διά των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προκύψη εκ τούτου».


Στους δρόμους της Αθήνας, ο λαός είπε ΟΧΙ στο φασισμό
Το κείμενο της διακοίνωσης συνοδευόταν από μια σειρά οδηγίες σχετικά με τον τρόπο που όφειλε να χειριστεί το θέμα η ηγεσία της πρεσβείας. Γράφει ο Γκράτσι στις αναμνήσεις του3: «Το περίφημο αυτό έγγραφο κακοπιστίας συνοδεύετο από τις εξής οδηγίες. Η επίδοση της διακοινώσεως έπρεπε να γίνει χωρίς προειδοποίηση στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου και την επίδοση της διακοινώσεως θα έπρεπε να ακολουθήσει η προφορική ανακοίνωση ότι οι κινήσεις των στρατευμάτων μας θα άρχιζαν την 6 πρωινή της ίδιας ημέρας. Τα πάντα είχαν υπολογισθεί ώστε ο πόλεμος να καταστεί αναπόφευκτος».

Οι οδηγίες ακολουθήθηκαν κατά γράμμα. Δέκα περίπου λεπτά πριν την 3η πρωινή της 28ης Οκτωβρίου ο Γκράτσι, ο στρατιωτικός ακόλουθος της ιταλικής πρεσβείας κι ένας διερμηνέας έφτασαν έξω από την κατοικία του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Στη σχετική έκθεσή του ο διοικητής της υπηρεσίας της σχετικής με τα ζητήματα ασφάλειας του πρωθυπουργού γράφει4: «Το υπ' αριθ. Δ. Σ. 75 αυτοκίνητον του οποίου επέβαιναν ο πρεσβευτής της Ιταλίας μεθ' ενός άλλου προσώπου σταθμεύει προς της εισόδου της εν Κηφισία οικίας όπου διαμένει ο Πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς. Ευθύς ως το αυτοκίνητον εστάθμευσε προ της εισόδου της οικίας, ο σκοπός χωροφύλαξ πλησιάσας όπως διαπιστώση την ταυτότητα των επιβαινόντων είδε κατερχόμενους τον πρεσβευτή της Ιταλίας, κρατούντα ανά χείρας ένα φάκελλον, και τον άγνωστον συνοδόν του οίτινες και του εδήλωσαν ότι είναι απολύτως ανάγκη να παρουσιασθή αμέσως ο κ. Πρέσβυς εις τον κ. Πρόεδρον της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Ο χωροφύλαξ αμέσως ειδοποίησε τον υπαξιωματικόν της υπηρεσίας, ο οποίος μετέβη και εκτύπησε κατ' επανάληψιν τον κώδωνα της επί της οδού Κεφαλληνίας εισόδου της οικίας, αλλά δεν του εδόθη απάντησις. Επειδή δ' ο πρέσβυς επέμενε τονίζων ότι οπωσδήποτε πρέπει να παρουσιασθή εις τον κ. Πρόεδρον, ο υπαξιωματικός της υπηρεσίας αφύπνισε τον αρχιφύλακα ενωματάρχην Τραυλόν, ο οποίος εκάλεσεν από τηλεφώνου τον κ. Πρόεδρον εις τον οποίον και ανέφερεν ότι ο πρεσβευτής της Ιταλίας ευρίσκετο έξωθι της οικίας και επέμενε να παρουσιασθή ενώπιόν του. Ο κ. Πρόεδρος του απήντησεν επί λέξει: "Καλά, τέτοια ώρα! Τι θέλει;". Εις απάντησιν δε του ενωμοτάρχου ότι δεν εγνώριζε το σκοπόν της αφίξεώς του, απήντησε "καλά περίμενε". Ακολούθως ο κ. Πρόεδρος εξήλθεν της θύρας και εκάλεσε τον πρεσβευτήν, εισήλθον δε και οι δύο μαζύ εντός της οικίας».


Γυναίκες στο μέτωπο
Σύμφωνα με την αφήγηση του ίδιου του Γκράτσι, μόλις οι δύο άνδρες μπήκαν στο εσωτερικό του σπιτιού και κάθισαν σ' ένα μικρό σαλονάκι, ο Ιταλός πρέσβης επέδωσε στον Ελληνα δικτάτορα το κείμενο της διακοίνωσης. «Ο Μεταξάς - γράφει ο Γκράτσι5 - άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Οταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: "Alors, c' est la querre" (σ.σ. ώστε έχουμε πόλεμο)».

Ο Γκράτσι επιχείρησε να αποφορτίσει το κλίμα, ισχυριζόμενος ότι η προσφυγή στα όπλα δεν ήταν αναγκαστική εφόσον η Ελλάδα έδειχνε τη διάθεση να συμμορφωθεί προς τις ιταλικές απαιτήσεις. Εντούτοις δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει στο συνομιλητή του ποια στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους έπρεπε να τεθούν υπό ιταλική κατοχή. Πέραν όμως τούτου, ούτε ο Μεταξάς ήταν ηλίθιος για να μην καταλαβαίνει πως ακόμη κι αν ήθελε να συμμορφωθεί προς τις ιταλικές απαιτήσεις, δεν ήταν σε θέση να το πράξει μέσα στο χρονικό περιθώριο των τριών ωρών που του δινόταν, δεδομένου ότι στις 6 το πρωί θα άρχιζε η προέλαση των στρατιωτικών δυνάμεων της Ιταλίας προς την Ελλάδα. Ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος, αν και στις τάξεις του δικτατορικού καθεστώτος ήταν τουλάχιστον ισχυρή, αν όχι κυρίαρχη, η άποψη ότι θα γινόταν μόνο για μερικές ημέρες και μόνο για την τιμή των όπλων. Αλλά τότε γιατί δεν προτίμησαν το συμβιβασμό; Στο ερώτημα αυτό, η απάντηση έρχεται μέσα από την απάντηση σε ένα άλλο ερώτημα που εδώ και εξήντα τόσα χρόνια κυριαρχεί στις συζητήσεις των Ελλήνων: Ποιος είπε το πραγματικό ΟΧΙ, ο Μεταξάς ή ο λαός; ΄Η αλλιώς πιο ακριβέστερα: Το «ΟΧΙ» του Μεταξά ήταν της ίδιας βαρύτητας και της ίδιας σημασίας με το ΟΧΙ του ελληνικού λαού;

 
Το «ΟΧΙ» του Μεταξά και το ΟΧΙ του λαού
Αλβανικό έπος
Ενας παλιός αστός πολιτικός του λεγόμενου Δημοκρατικού Κέντρου, ο Γεώργιος Καφαντάρης είχε πει με δεικτικό τρόπο για τη στάση του Μεταξά απέναντι στο ιταλικό τελεσίγραφο: «Είπε το ΟΧΙ, ο μόνος Ελληνας που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ»6. Το λογοπαίγνιο αυτό του Καφαντάρη ήταν ευθεία αναφορά στις ιδεολογικές και πολιτικές συγγένειες που είχε ο ίδιος ο δικτάτορας και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου με τα φασιστικά κινήματα της Ευρώπης εκείνης της ιστορικής περιόδου, ιδιαίτερα δε με το ιταλικό φασιστικό κίνημα του Μπενίτο Μουσολίνι. Ομως το «ΟΧΙ» του Μεταξά αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι σε τέτοιες ιστορικές στιγμές τις αποφάσεις δεν τις επιβάλλουν οι ιδεολογικές και πολιτικές προτιμήσεις των ηγετών, αλλά τα γενικότερα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων στην εσωτερική και διεθνή τους διάσταση. Ο Μεταξάς το γνώριζε αυτό πολύ καλά - ίσως καλύτερα από πολλούς άλλους στον κύκλο των ηγετών του δικτατορικού καθεστώτος - και μάλιστα πολύ πριν από το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου. Στις 3 Μαρτίου του 1934 για παράδειγμα, μιλώντας στο Συμβούλιο των Πολιτικών αρχηγών, έλεγε κατά λέξη7: «Αν και είναι βεβαίως παράτολμον εις την πολιτική να δημιουργή κανείς δόγματα, η Ελλάς δύναται να θέση ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις το οποίον θα ευρίσκετο η Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο να το θεωρήσωμεν ως δόγμα. Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι». Την πολιτική αυτή ο Μεταξάς τη συνέχισε και στην περίοδο της δικτατορίας του. Για την ακρίβεια ήταν τέτοια η αγγλική επιρροή πάνω στην Ελλάδα που ούτε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου μπόρεσε να αμφισβητήσει παρά τον πολιτικοϊδεολογικό του προσανατολισμό προς τα φασιστικά ευρωπαϊκά καθεστώτα και τις στενές οικονομικές σχέσεις που ανέπτυξε μ' αυτά. Δεν επρόκειτο βέβαια μόνο για πολιτική επιρροή, αλλά και για οικονομική, αφού οι σχέσεις του ελληνικού κεφαλαίου με το αγγλικό ήταν ιδιαίτερα ισχυρές. Για παράδειγμα, στο διάστημα 1922-1932 παρουσιάζεται στην Ελλάδα μια τεράστια εισβολή ξένων κεφαλαίων, σχεδόν διπλάσια απ' αυτή που είχαμε την εποχή του Τρικούπη. Το εξωτερικό χρέος της χώρας έφτανε τα 1.022 εκατομμύρια χρυσά φράγκα, ενώ το εσωτερικό ήταν 144 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Συστηματικοί δανειστές της χώρας - αγοραστές δηλαδή ελληνικών χρεογράφων - ήταν ο οίκος «Hambro» του Λονδίνου (γνωστός από τα δάνεια της εποχής του Τρικούπη), το συγκρότημα «Speyer and Co» της Ν. Υόρκης και η Εθνική Τράπεζα Αθηνών. Το 67,42% του εξωτερικού χρέους ήταν αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52% ήταν γαλλικά κεφάλαια, το 5,40% σουηδικά, το 3,44% βελγικά, το 1,7% γερμανικά και το 1,65% ιταλικά. Επίσης ένα ποσό 108 εκατομμυρίων δολαρίων (περίπου το 20% του συνολικού εξωτερικού χρέους) ήταν χρεόγραφα, οι κάτοχοι των οποίων ζούσαν στην Ελλάδα8.

Οι Ελληνες φαντάροι ξεκινούν για το μέτωπο
Αντιλαμβάνεται κανείς τι τεράστια οικονομικά συμφέροντα παίζονταν στην Ελλάδα και πόση μεγάλη ήταν η οικονομική επιρροή της Αγγλίας στη χώρα. Ετσι δεν είναι καθόλου παράξενο που η μεταξική δικτατορία δεν κλόνισε, αλλά αντίθετα ενίσχυσε τις σχέσεις της χώρας με την Αγγλία. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι ο υφυπουργός της Αγγλίας, Ρ. Βάνσιταρτ, έγραφε σε υπόμνημά του το Μάη του 1937 για τις ελληνοαγγλικές σχέσεις9: «Βρήκαμε ότι το καθεστώς Μεταξά είναι πολύ πιο συνεννοήσιμο από πολλά από τα προϋπάρχοντα καθεστώτα»... Η πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώθηκε μερικά χρόνια αργότερα από τον ίδιο τον Ελληνα δικτάτορα ο οποίος, στις αρχές Μάη του 1940, εξομολογούνταν, στον Αρθουρ Μάρτον - ανταποκριτή της «Ντέιλι Τέλεγκραφ» στην Αίγυπτο - τον οποίο συνάντησε στην Αθήνα, τα παρακάτω10: «Είμεθα ουδέτεροι εφ' όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης».

Εντούτοις ο Μεταξάς μπροστά στο ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας με την Ιταλία επιχείρησε να διερευνήσει τη δυνατότητα απεμπλοκής από την Αγγλία και συμβιβασμού με τις απαιτήσεις του φασιστικού μπλοκ της Ευρώπης. Να πώς ο ίδιος περιέγραψε αυτό το θέμα στη συνάντηση που είχε με τους ιδιοκτήτες και τους αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου στις 30 Οκτώβρη του 1940:
«Μη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. 'Η ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει διά να τον αποφύγωμε....
Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμείξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πως καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τον τόπον από αυτόν, έστω και διά παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Εθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν τον Αξονος, μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μία εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις τη "Νέαν Τάξιν".
Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ "ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος".
Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις τη Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς διά την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως "ασήμαντοι" εμπρός εις τα "οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα" τα οποία θα είχεν διά την Ελλάδα ή Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Φυσικά με πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι' όλων των μέσων να κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσιν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς της να υπαχθή υπό τη Νέαν Τάξιν.
Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Ελληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις ότι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο "εις το ελάχιστον δυνατόν". Οταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορούσε να είναι ούτο το ελάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς τη Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς.
Δηλαδή θα έπρεπε, διά να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν... με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από τη Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Αγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των...
Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν τη φοράν Ελλάδες.
Η πρώτη θα ήτο η επίσημος των Αθηνών, η οποία είχεν φθάσει εις την πώρωσιν και το κατάντημα διά να αποφύγη τον πόλεμον να δεχθή να γίνη εθελοντής δούλος, πληρώνουσα μάλιστα την τιμήν αυτήν και με τη συγκατάθεσίν της να αυτοακρωτηριασθή τραγικώτατα, παραδίδουσα εις την δουλείαν πληθυσμούς αμιγώς ελληνικούς και μάλιστα δύναμαι να είπω τους ελληνικωτέρους των ελληνικών τοιούτους. Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Εθνους, το οποίον ποτέ δε θα απεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν πληρωνομένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν με οριστικήν ατίμωσιν και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένισιν του Ελληνισμού ως εννοίας και οντότητος, εκμηδένισιν πρώτον ηθικήν και δεύτερον εν συνεχεία της ηθικής και υλικήν.
Το Εθνος ουδέποτε θα συνεχώρει εις τον Βασιλέα και την Εθνικήν Κυβέρνησιν της 4ης Αυγούστου, τοιαύτην πολιτικήν.
Τρίτη τέλος θα προέκυπτε μία ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δε θα παρέλειπον να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Ελληνες υπό την κάλυψιν του βρετανικού Στόλου εις τας νήσους, Κρήτην και εις τας άλλας. Η τρίτη αυτή Ελλάς, η "Δημοκρατική" θα είχε με το μέρος της όχι μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις την Βόρειον Αφρικήν, αλλά θα είχε με το μέρος της και το Εθνικόν δίκαιον. Η ηθική της δύναμις λοιπόν θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετεν η τρίτη αυτή Ελλάς, την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου, της "δευτέρας" Ελλάδος, της Εθνικής δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της»11.
Ο κυνικός τρόπος με τον οποίο ο ίδιος ο Μεταξάς ομολογεί ότι κατ' ουσίαν εξαναγκάστηκε να μπει στον πόλεμο με την Ιταλία, ασφαλώς δεν αφήνει περιθώρια για περισσότερα σχόλια.
Αν όμως το «Οχι» του Μεταξά ήταν υποχρεωτικό στο πλαίσιο των διεθνών ανταγωνισμών της εποχής και των ιδιαίτερων δεσμών του ελληνικού με το ξένο κεφάλαιο, το ΟΧΙ του ελληνικού λαού πήγαζε από τις παραδόσεις, την ιστορία του, το αναφαίρετο δικαίωμά του και τον αναμφισβήτητο πόθο του να ζήσει ελεύθερος και ανεξάρτητος. Ο ελληνικός λαός όχι μόνο δεν ταλαντεύτηκε στο δικό του ΟΧΙ, αλλά ήταν και ο μόνος που πίστευε στη νίκη κόντρα στα όσα πίστευε και στα όσα περίμενε από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο η δικτατορία.
Για να φανεί πόσο τεράστια ήταν η απόσταση των δικτατόρων από τις διαθέσεις του λαού, αξίζει να αναφέρουμε τούτο: Την επομένη της κήρυξης του πολέμου, στις 29 Οκτώβρη του 1940 ο δικτάτορας Μεταξάς έγραφε στο ημερολόγιό του: «Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος Κοινή Γνώμη»12. Τον ανησυχούσε δηλαδή το υψηλό ηθικό του λαού, το ότι το λαό τον διακατείχε στο μέγιστο βαθμό ο κυριότερος ψυχολογικός όρος για τη διεξαγωγή ενός νικηφόρου πολέμου!!!
Αλλά αν ο Μεταξάς και η δικτατορία ήταν σε αναντιστοιχία με τα αισθήματα του ελληνικού λαού, σε πλήρη αντιστοιχία μ' αυτά βρίσκονταν οι κομμουνιστές.
 
Το ΚΚΕ στις παραμονές του πολέμου
Η έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου βρήκε το ΚΚΕ αποδεκατισμένο, την ηγεσία και τα στελέχη του στις φυλακές και τις εξορίες, τις οργανώσεις του σμπαραλιασμένες και όσες υπήρχαν ακόμη, υπό το καθεστώς του άγριου διωγμού. Η μεταξική δικτατορία είχε καταφέρει ισχυρότατο πλήγμα στο σώμα του Κόμματος, αφού στο πρόσωπό του - όπως προαναφέραμε - έβλεπε τον κύριο και ανυποχώρητο εχθρό της.
Την 28η Οκτώβρη 1940, περίπου δυο χιλιάδες κομμουνιστές, πρωτοπόρα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, βρίσκονταν κρατούμενοι σε 22 φυλακές, στρατόπεδα και τόπους εξορίας. Για παράδειγμα στην Ακροναυπλία (μαζί με την Πύλο) ήταν 625, στον Αϊ-Στράτη 230, στην Ανάφη 220, στην Αίγινα 170, στην Τρίπολη και άλλες φυλακές 500, στη Φολέγανδρο 140, στην Κίμωλο 36, στην Κέρκυρα και στα νησιά Ιο, Σίφνο, Αμοργό κλπ περίπου 50, στα σανατόρια (φυματικοί) γύρω στους 40 κ.ο.κ.
Επίσης, όλη σχεδόν η ηγεσία του ΚΚΕ που είχε εκλεγεί από το 6ο Συνέδριο (Δεκέμβρης 1935) βρισκόταν ανάμεσα στους φυλακισμένους και στους εξόριστους. Ο ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος, Ν. Ζαχαριάδης, από τις αρχές του 1940, είχε μεταφερθεί από τις φυλακές της Κέρκυρας στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών. Στην Κέρκυρα βρίσκονταν τα μέλη του ΠΓ Γιώργης Σιάντος, Βασίλης Νεφελούδης και Μήτσος Παρτσαλίδης, καθώς και το μέλος της ΚΕ Γιάννης Ζεύγος. Στην Ακροναυπλία βρίσκονταν ο Γιάννης Ιωαννίδης μέλος του ΠΓ και τα μέλη της ΚΕ Κώστας Θέος, Βασίλης Βερβέρης, Μήτσος Παπαρήγας, Μιχάλης Σινάκος και Ανδρέας Τσίπας. Στην Κίμωλο τα μέλη της ΚΕ Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Πέτρος Ρούσος και Χρύσα Χατζηβασιλείου. Στη Φολέγανδρο τα μέλη της ΚΕ Στέργιος Αναστασιάδης και Παντελής Καραγγίτσης - Σίμος. Στη Γαύδο το μέλος της ΚΕ Λεωνίδας Στρίγκος. Τέλος, στο σανατόριο της Αθήνας «Σωτηρία» νοσηλευόταν το μέλος της ΚΕ Ν. Πλουμπίδης.
Για να έχουμε την ακριβή και ολοκληρωμένη εικόνα του Κόμματος εκείνης της εποχής είναι απαραίτητο να σταθούμε και στην κατάσταση που παρουσίαζαν οι παράνομες οργανώσεις. Καταρχήν κεντρικός παράνομος καθοδηγητικός μηχανισμός ουσιαστικά έπαψε να υπάρχει μετά τη σύλληψη του Γιώργη Σιάντου και του Γρηγόρη Σκαφίδα, το Νοέμβρη του 1939. Η ομάδα στελεχών (Μήτσος Παπαγιάννης, Β. Κτιστάκης, Χρήστος Κανάκης, Σταματία Βιτσαρά κ.ά.) που εμφανίστηκε ως ΚΕ του Κόμματος και έμεινε στην ιστορία με την επωνυμία «παλιά ΚΕ», πέραν του ότι θεωρήθηκε ύποπτη και καταγγέλθηκε, ήταν απομονωμένη από τις κομματικές δυνάμεις και δεν τις επηρέαζε.
Το κενό της κομματικής καθοδήγησης επιχείρησε να «καλύψει» η Ασφάλεια έχοντας προφανή στόχο να κατευθύνει τις κομματικές δυνάμεις, τους εργαζόμενους και το λαό σύμφωνα με τα συμφέροντα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Ετσι στις αρχές του 1940 εμφανίστηκε η «Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ» που διεκδικούσε την ηγεσία του Κόμματος και καθοδηγούνταν απευθείας από τον Μανιαδάκη, υφυπουργό Ασφαλείας του Μεταξά. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο η «παλιά ΚΕ» όσο και η «Προσωρινή Διοίκηση» έβγαζαν η καθεμία το δικό της «Ριζοσπάστη».
Σε ό,τι αφορά τις κομματικές οργανώσεις, παρά την τρομοκρατία που είχε επιβάλει το Μεταξικό καθεστώς, είχαν διατηρηθεί ορισμένοι κομματικοί πυρήνες που συνέχιζαν τη δράση τους τόσο σε Αθήνα - Πειραιά όσο και στις άλλες περιοχές της χώρας. Κατά κανόνα οι οργανώσεις αυτές δεν είχαν εμπιστοσύνη ούτε στην «παλιά ΚΕ» ούτε στην «Προσωρινή Διοίκηση» και δρούσαν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Εμπιστεύονταν μόνο τις ομάδες των φυλακισμένων και εξόριστων στελεχών του κόμματος με τις οποίες επιδίωκαν να αποκτήσουν επαφή. Το ανώτερο κομματικό όργανο που κατάφερε να διατηρηθεί ήταν το Μακεδονικό Γραφείο της ΚΕ που είχε την ευθύνη της καθοδήγησης των οργανώσεων στη Μακεδονία και τη Θράκη13.

 
Η ιταλική επιδρομή και η στάση των κομμουνιστών
Υπό τις συνθήκες που προαναφέραμε κανένα πολιτικό κόμμα δε θα ήταν σε θέση να παρέμβει στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας, πολύ περισσότερο δε, σε τόσο συνταρακτικές εξελίξεις όπως ένας πόλεμος. Και για του λόγου το αληθές σημειώνουμε την ανυπαρξία των αστικών κομμάτων καθ' όλη τη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου αλλά και όταν εκδηλώθηκε η ιταλική επιδρομή. Ομως το ΚΚΕ δεν ήταν ένα συνηθισμένο κόμμα. Αμέσως μόλις εκδηλώθηκε η στρατιωτική επιδρομή της Ιταλίας η ηγεσία του, τα μέλη και τα στελέχη του από τις φυλακές και τις εξορίες παρέμβηκαν και η παρέμβασή τους αυτή ήταν ουσιαστική, ενεργή και αποφασιστική δίπλα στο δοκιμαζόμενο λαό.
Χρονολογικά πρώτοι αντέδρασαν οι ακροναυπλιώτες, οι οποίοι στις 29 Οκτωβρίου 1940 - μια μέρα μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου - με υπόμνημα τους (που υπογραφόταν από το Γ. Ιωαννίδη και τον Κ. Θέο) προς την κυβέρνηση Μεταξά, ζητούσαν να πάνε στην πρώτη γραμμή του πυρός για να πολεμήσουν14. Οι ακροναυπλιώτες πέραν του προαναφερόμενου υπομνήματος έστειλαν προς τη Μεταξική κυβέρνηση άλλα δύο κείμενα: Ενα «ανοιχτό γράμμα» στις 6/11/1940 κι ένα υπόμνημα στις 13/11/1940. Το «ανοιχτό γράμμα» εξέφραζε τη συμφωνία τους με το περιεχόμενο του γράμματος του Ν. Ζαχαριάδη και το υπόμνημα της 13/11 ήταν η απάντηση προς την κυβέρνηση του Μεταξά, επειδή η τελευταία τους ζητούσε δηλώσεις μετανοίας για να τους επιτρέψει να πάνε πολεμήσουν στο μέτωπο τον Ιταλό επιδρομέα.
Να ποια ήταν η περήφανη απάντηση των κομμουνιστών της Ακροναυπλίας στο υπόμνημά τους στις 13/11/1940. «Οι ιδέες μας είναι πάντοτε και έχουν για κίνητρο, αφετηρία και σκοπό την εξύψωση και την ευημερία του ελληνικού λαού και του έθνους, ολόκληρο δε το παρελθόν μας είναι μια συνεπής και συνεχής προσπάθεια για την επίτευξη αυτών των σκοπών. Στον αγώνα αυτόν δώσαμε ό,τι πολύτιμο είχαμε, υποστήκαμε αγόγγυστα επί σειρά ετών όλα τα μαρτύρια και τις στερήσεις της εξορίας και της φυλακής και πολλοί από μας έχουν θυσιάσει και τη ζωή τους, χωρίς κανένα υπολογισμό προσωπικών μας ωφελημάτων. Και σήμερα, ακριβώς διότι μένουμε πιστοί στις αρχές μας και διότι έχουμε για έμβλημά μας "Πάνω απ' όλα τα συμφέροντα του ελληνικού λαού" τασσόμεθα ανεπιφύλακτα στο πλευρό της κυβέρνησης, που διευθύνει την αντίσταση του ελληνικού λαού ενάντια στον επιδρομέα»15.
Το πιο γνωστό όμως ντοκουμέντο του ΚΚΕ για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, αυτό που σφράγισε τις σχέσεις του με τον ελληνικό λαό και αποτέλεσε τον καθοδηγητικό μπούσουλα για την οργάνωση της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης είναι το «Ανοιχτό Γράμμα προς το λαό της Ελλάδας» του τότε ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος, Ν. Ζαχαριάδη, που δημοσιεύτηκε στις αθηναϊκές εφημερίδες στις 2 Νοέμβρη του 1940.
 
Το γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη - η προοπτική και το συμπέρασμα
«Ο φασισμός του Μουσολίνι - έλεγε το γράμμα16- χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και να την εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Ελληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.
Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Επαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούρια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ' ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.
Ολοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας.
Αθήνα 31 του Οχτώβρη 1940
Νίκος Ζαχαριάδης
Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ».
Το περιεχόμενο του γράμματος προκάλεσε το θαυμασμό ακόμη και των αντιπάλων του ΚΚΕ. «Η πρώτη αντίδραση του κόμματος - γράφει ο Ευαγ. Αβέρωφ αναφερόμενος στη στάση του ΚΚΕ στον ελληνοϊταλικό πόλεμο17 - υπήρξε απρόβλεπτη. Στις 30 Οκτωβρίου του 1940 (σ.σ. 31 Οκτωβρίου είναι το σωστό), ο Ζαχαριάδης από τη φυλακή όπου βρισκόταν τρεισήμισι περίπου χρόνια, απηύθυνε μια επιστολή προς τον Μανιαδάκη. Δημοσιεύτηκε αμέσως σε όλες τις εφημερίδες. Επρόκειτο για μια ωραία έκκληση υπέρ της αμύνης και κατέληγε ως εξής: "Όλοι στον αγώνα, καθένας στη θέση του, η νίκη θα ανήκη στην Ελλάδα και στο λαό της. Οι εργάτες όλου του κόσμου βρίσκονται στο πλευρό μας". Ηταν κείμενο επιδέξιο από την πλευρά του (η νίκη στο λαό, όχι στη δικτατορία, οι εργάτες όλου του κόσμου) αλλά ήταν συγχρόνως κείμενο χρήσιμο για τον αγώνα. Ηταν επίσης ευθυγραμμισμένο με τις δηλώσεις όλων των πολιτικών ηγετών, οι οποίοι αντετίθεντο όλοι στο δικτατορικό καθεστώς. Πράγματι, όλοι οι πολιτικοί ηγέτες είχαν κηρυχτεί υπέρ της ενόπλου αντιστάσεως κατά του εισβολέως».
Τα σημεία του γράμματος που στρέφονται κατά της δικτατορίας δεν είναι μόνο αυτά που επισημάνει ο Αβέρωφ. Η φράση «Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα» είναι ίσως το ισχυρότερο χαστούκι κατά της δικτατορίας και μία σαφέστατη έκκληση προς τον ελληνικό λαό να είναι εχθρικός απέναντί της κι απέναντι στα όργανά της. Αλλά το γράμμα δε σταματούσε εκεί. Εδινε προοπτική στο λαό και προσδιόριζε με ακρίβεια το χαρακτήρα της πάλης του όταν έλεγε πως «έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ' ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό».
Αυτή την προοπτική ήθελε να εμποδίσει η άρχουσα τάξη και τα πολιτικά της όργανα, δηλαδή τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας. Για το λόγο αυτό όχι μόνο αρνήθηκαν στους φυλακισμένους κομμουνιστές να πάνε να πολεμήσουν στο μέτωπο, αλλά και τους παρέδωσαν στους κατακτητές όταν το μέτωπο κατέρρευσε την άνοιξη του '41, ύστερα από τη γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας. Τα συμπεράσματα ανήκουν στον αναγνώστη.

____________________
1 Δ. Κόκκινου: «Οι δύο πόλεμοι 1940 - 1941», Εκδοτική Εταιρία «Ο Πλάτων», Αθήναι 1946, τόμος Β', σελ. 167 - 170 και Heinz A. Richter: «Η Ιταλογερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος», εκδόσεις «Γκοβόστη», σελ. 121-122
2 Βασιλικόν Υπουργείον των Εξωτερικών: «Η Ελληνική Λευκή Βίβλος 1940 - Διπλωματικά έγγραφα: Η Ιταλική επίθεσις κατά της Ελλάδος», Αθήναι 1940, σελ. 145-146
3 Εμμανουέλε Γκράτσι: «Η αρχή του τέλους - Η επιχείρηση κατά της Ελλάδος», εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ», σελ. 274
4 Δ.Κ. Σβολόπουλου: «Ο πόλεμος των Ελλήνων 1940 - 1941», Αθήναι 1945 / Τύποις «ΠΥΡΣΟΥ», ΑΕ, τόμος Α', σελ. Ζ'
5 Εμμανουέλε Γκράτσι, στο ίδιο, σελ. 285
6 Φοίβου Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909 - 1940», εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 344
7 Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστη», τόμος Δ' σελ. 77
8 «Ιστορία Ελληνικού Εθνους», «Εκδοτική Αθηνών» τόμος ΙΕ, σελ. 335-338
9 Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις «ΔΙΟΓΕΝΗΣ», σελ 25
10 «Τα Μυστικά Αρχεία του Φόρεϊν Οφφις», ΒΙΠΕΡ, εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ», σελ. 76
11 Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστη», τόμος Δ' σελ. 522-524
12 Ιωάννου Μεταξά, στο ίδιο, σελ. 520
13 Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος Α', σελ. 342-347
14 Το υπόμνημα δε σώθηκε στα αρχεία του ΚΚΕ αλλά σίγουρα υπάρχει κάπου στα αρχεία του κράτους. Οι πληροφορίες που έχουμε γι' αυτό προέρχονται από μαρτυρίες που δημοσιεύτηκαν στο «Ριζοσπάστη» της 28/10/1945 κι από την εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» της 28/10/1965 όπου δημοσιεύτηκε το τελευταίο μέρος του, προερχόμενο προφανώς από τα κρατικά αρχεία.
15 «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» 28/10/1945.
16 «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 5ος, σελ. 9-10
17 Ευάγγελου Αβέρωφ: «Φωτιά και τσεκούρι», εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ», σελ. 93.

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ