Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Οι Καραλιβαναίοι και ο Άρης

Οι αετοί της Γκιώνας! 
Ο Δήμος Καραλίβανος (στην μέση) με την ομάδα του: Σαράντη, Κατσούτα, Καπούρο και Φουσέκη.
Στις κορυφές της Γκιώνας ανθούν δυο τρεις ληστοομάδες, με κυριότερη των Καραλιβαναίων. Είναι στο Βουνό από το καλοκαίρι του 1941 και ούτε οι χωροφύλακες κατορθώνουν να τους συλλάβουν ούτε οι αντιστασιακές οργανώσεις να τους κερδίσουν, έχουν δικό τους μπαϊράκι. Τους Καραλιβαναίους κάπως έδειξε να τους συγκινεί η συνάντηση με τον Γιώργο Χουλιάρα στη στάνη του εξαδέλφου του Νίκου Χουλιάρα, τότε που γύρναγε μόνος στα χωριά για την προετοιμασία του αντάρτικου. Τη συνάντηση την περιγράφει ο ίδιος:  «τα πρόβατα σιγά σιγά πάνε βόσκοντας κατά το μαντρί. Από μακριά τα αρνιά, που ήταν κλεισμένα στο μαντρί, κατάλαβαν πως έρχονται οι μανάδες τους κι άρχισαν να βελάζουν, ενώ οι προβατίνες που τα άκουγαν σήκωσαν το κεφάλι και πάνε γρήγορα, σχεδόν τρέχοντας, κοντά στα παιδιά τους. Κοντεύαμε στο μαντρί. Έρχεται κοντά μου ο Νίκος και μου λέει:
-Περπάτα ίσια και μην κοιτάς πέρα δώθε.
Αυτοί ήρθαν και είναι κρυμμένοι εκεί μπροστά μας, αριστερά, πίσω από τη μεγάλη κοτρόνα.
-   Καλά, το λέω, και τα σκυλιά;
-    Ασ’ τα σκυλιά, μου λέει εκείνος. Τα καταφέρνουν αυτοί, τους γνωρίζουν γιατί τα ταΐζουν.



  Στο μαντρί ο Νίκος άνοιξε την αμπάρα, όρμησαν έξω τ’ αρνιά, και για κάμποση ώρα γινότανε χαλασμός από τρεξίματα, πατήματα και βελάσματα, μέχρι που να βρει το καθένα τη μάνα του, να κολλήσει σαν βεντούζα στο βυζί της και μετά ησυχία. Μετά ο Νίκος άρμεξε τις προβατίνες, άναψε φωτιά,  βάλαμε απάνω στο καζάνι με το γάλα, έπλυνε τις τσαντίλες κι όλο κάτι έφκιανε, πέρα δώθε, γύρω στο μαντρί, λες και κάτι να περίμενε.
-    Καλά, του λέω, που ‘ναι αυτοί, γιατί δεν έρχονται;
-    Θα’ρθουν, μ’απάντησε, όταν είναι η ώρα τους.
-    Δηλαδή έχουν δική τους ώρα; Του ξανάπα.
-   Ναι, μου λέει, πρέπει να πέσει η νύχτα, τόσο, έτσι την ώρα που θα κινούνται μες στη λάκκα, απ’την κοτρόνα που είναι κρυμμένοι μέχρι την καλύβα, να μην μπορεί ανθρώπινο μάτι να διακρίνει τίποτα, ό,τι και να γίνεται μέσα σε αυτή. Εσύ τώρα ετοιμάσου, πήγαινε κατούρα, να’σαι έτοιμος, γιατί όταν θα μπούμε μέσα στην καλύβα, δεν θα ξαναβγείς μέχρι να μας πάρει η μέρα.

Έτσι, συμμάζεψε κι αυτός ό,τι ήταν να βάλει μέσα: ξύλα για τη φωτιά, νερό, γάλα και μπήκαμε στην καλύβα.  Σε λίγο ήρθαν κι αυτοί.
Ήταν δύο. Αμέσως μόλις πάτησαν μέσα και μας χαιρέτησαν, ο Νίκος είπε τονίζοντας μια μια τις λέξεις:
-    Από δω ο ξάδερφός μου, κι ανέφερε τ’ όνομα και το επίθετο. Έχει γεννηθεί στο Καστέλλι, αλλά μένει στη Λαμία.
Και αμέσως πρόσθεσε:
-          Τώρα τον κυνηγάνε  κι αυτόν οι χωροφύλακες και οι Ιταλοί κι ήρθε εδώ να κρυφτεί κάμποσες μέρες.

Τους είδα όρθιους, μέσα στο φως που ‘δινε ο λαμπρός της φωτιάς, στη μέση της καλύβας, όση ώρα κράτησαν οι γνωριμίες. Κοντός, γεμάτος και μελαχρινός ο ένας. Αυτός ήταν ο Δήμος Καραλίβανος. Ψηλότερος, πιο αδύνατος και ξανθός ήταν ο άλλος. Αυτός ήταν ο Θεοχάρης Πολύχρονος. Είχαν κι οι δυο στο πρόσωπο μερικές τούφες εδώ κι εκεί, τρίχες που έμοιαζαν σαν γένια, αραιότερα ο ένας από τον άλλον. Και οι δυο φορούσαν σκούφιες στο κεφάλι, και στις πλάτες είχαν ανάριχτα ριγμένες από μια στρατιωτική χλαίνη. Στον ώμο, κάτω από τη χλαίνη, είχαν κρεμασμένη από μια αραβίδα με την κάννη στον κατήφορο και κρατούσαν από μια γκλίτσα στο χέρι. Από μέσα φορούσαν ντουλαμάδες, όπως οι εύζωνοι, αλλά σε πολύ σκούρο χρώμα. Χακί στρατιωτικές κιλότες και τσαρούχια στα ποδάρια. Είχαν στο στήθος σταυρωτές φυσιγγιοθήκες και στη μέση ήταν ζωσμένοι από μια στρατιωτική ζωστήρα, που από την αριστερή μεριά κρέμονταν από ‘να μαχαίρι μέσα σε θ’κάρι, ντυμένο με λαμαρίνα με πολλά κεντίδια. Κι από τη δεξιά είχαν εφαρμοσμένο από ένα πιστόλι. Δυο τρεις αλυσίδες κρέμονταν μπροστά στο στήθος τους, από την κουμπότρυπα του ντουλαμά, κάτω από τον λαιμό τους, μέχρι το τσεπάκι αριστερά, που’χαν μέσα το ρολόι. Αυτά ήταν όλα κι όλα τα τσαμπράζια τους. Ούτε πολλά ούτε φανταχτερά που είδα να’χουν άλλοι σαν κι αυτούς που γνώρισα αργότερα.
Αντάρτης του Καραλίβανου
Μετά τις συστάσεις εκείνοι ρώτησαν γιατί με κυνηγάνε κι εγώ άρχισα να εξηγώ. Ο Νίκος στο μεταξύ μέσα σ’ ένα κούτλα έτριψε ψωμί, έριξε και γάλα και έφαγαν εκείνοι. Το ίδιο, μέσα σε ένα μικρό καρδάρι, φάγαμε κι εμείς. Εγώ έλεγα και μετά το φαΐ, αυτοί άκουγαν, χωρίς να μιλάνε. Μόνο κατσιλαφιάζονταν από κανα θόρυβο που κάναν πότε πότε τα πρόβατα όταν ανακατεύονταν από δίπλα στο μαντρί. Η ώρα περνούσε και σε κάποια στιγμή ο ένας από τους δύο είπε, και κάπως διακριτικά, ας γείρουμε τώρα και συνεχίζουμε την κουβέντα.
Σηκώθηκαν όρθιοι, τράβηξαν και έφεραν μπροστά τα ταγάρια τους, χωρίς να τα ξεκρεμάσουν από το λαιμό. Έριξαν τις χλαίνες αποπάνω τους στα μακριά, έτσι που, όταν έπεσαν, η μια φτερούγα έγινε στρώμα και η άλλη σκέπασμα. Ρίζωσαν καλά καλά και οι δυο την πλάτη τους στον τοίχο της καλύβας και ταίριασαν τα ταγάρια τους κάτω από το κεφάλι για προσκέφαλο. Μετά μάζεψαν τα γόνατα, έβαλαν τις αραβίδες ανάμεσα στα σκέλια και τις έπιασαν με το’να χέρι, ενώ ο ένας από τους δύο με το άλλο χέρι έπιασε τη λαβή του μαχαιριού του.
Αναρωτήθηκα αν μ’ακούνε κι αν πρέπει να συνεχίσω ή όχι. Μ’άκουγαν όμως γιατί όταν μιλούσα για τα παιδιά που πεθαίνουν κάθε μέρα από την πείνα και τα δεινά που τραβάει ο κόσμος από τους κατακτητές και τους προδότες, τη στιγμή που άλλοι πλουτίζουν, έβριζαν. Ενώ, όταν τους εξήγησα τι είναι το ΕΑΜ, από ποιους απαρτίζεται και ότι σκοπό έχει να ενώσει όλους τους Έλληνες, ανεξάρτητα από ό,τι έκανε ο ένας στον άλλο στο παρελθόν, και ν’αγωνιστούν όλοι μαζί να λευτερώσουν την Ελλάδα και να ζούνε καλά όλοι οι Έλληνες, έδειξαν ενδιαφέρον.
Ρώτησαν:
-          Στ’αλήθεια, μπορεί να γίνει αυτό που λες;

     Τώρα βρήκα την ευκαιρία να λέω μέχρι που είπαν, αν έτσι είναι, τότε μαζί σου είμαστε κι εμείς, αν μας χρειαστείς. Ναι, τους είπα, αλλά πρέπει να έχουμε και κάποια επαφή. Αυτό μπορεί να γίνει, όποτε μας χρειαστείς, τον τρόπο τον ξέρεις τώρα, είπαν εκείνοι.


Το πρωί, όταν ξύπνησα, είχαν φύγει χωρίς να τους  πάρω είδηση (αφήγηση Γιώργου Χουλιάρα).
Στην πλατεία της Κουκουβίστας (Καλοσκοπής) έκπληκτοι οι κάτοικοι του χωριού  παρακολουθούν τους φοβερούς Καραλιβαναίους, τον Δήμο, τον Θεοχάρη, τον Μπάφα, τον Λούκα, τον Φυσέκη, τον Σαράντη, τον Κασούτα, να ορκίζονται με παπά και με σημαία. Και, σαν να μην ήταν αρκετό αυτό, ακούνε το θηρίο τον Δήμο Καραλίβανο να τους ζητάει συγνώμη και να υπόσχεται ότι δεν πρόκειται να αδικήσει ξανά κανέναν.

Πλάι τους ο Άρης παρακολουθεί μειδιών. Αυτοί οι τρομεροί πολεμιστές ανήκουν πια στον ΕΛΑΣ και όχι μόνο θα τιμήσουν τον όρκο τους, αλλά θα αποδειχτούν τιμή για τον στρατό που κατετάγησαν. Ο μόνιμος υπολοχαγός και συμπολεμιστής τους Γιώργος Κατσίμπας θα γράψει συνεπαρμένος: «δασωτά πουρνάρια τα μαλλιά, σπιθαμές τα γενιομούστακα, γεμάτοι άγρια μεγαλοπρέπεια. Αϊτοί. Κείνος ο Καραλίβανος έτοιμος για πέταμα. Πρώτη μου φορά έβλεπα άνθρωπο να περπατάει χωρίς ν’αγγίζει τη γης. Αστρίτης το μάτι του. Κάθε εκατό χρόνια τα δάσα με τα στοιχειά σκαρώνουν μες στη νύχτα από έναν Καραλίβανο για να τον καμαρώσουν» (Διονύσης Χαριτόπουλος, Άρης ο αρχηγός των ατάκτων, Αθήνα 2013, τόμ.Α’, σσ.60-3).

Πηγή φωτογραφιών: http://kokkinosfakelos.blogspot.gr

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Η συντριβή των ταγματασφαλιτών από τον ΕΛΑΣ (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 1944)


Εικόνα
Ταγματασφαλίτες στα βουνά. Η ομάδα συνοδεύεται από αξιωματικό των SS (στο δεξιό άκρο της φωτογραφίας) [1]

Ο βίαιος αφοπλισμός των ταγματασφαλιτών πραγματοποιήθηκε σε διάφορα σημεία της χώρας μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου του 1944. Ύστερα από σκληρές μάχες, ο ΕΛΑΣ συνέτριψε τις περιχαρακωμένες δυνάμεις των ταγματασφαλιτών στον Πύργο (8.9.44), την Καλαμάτα (9.9.44), το Μελιγαλά (13-15.9.44), τον Αχλαδόκαμπο (18.9.44), τους Γαργαλιάνους (22.9.44) και το Μυστρά (10.10.44), καθώς και τα εξοπλισμένα προπύργια του ΕΕΣ στο Βαθύλακο, στη Σκάφη, τα Ίμερα, τον Πελαργό, τον Κούκκο, την Κρύα Βρύση, την Τριάδα κ.λπ.
Είχαν προηγηθεί, στα τέλη του καλοκαιριού, ορισμένα από τα προπύργια της Οχράνα, όπως ο Πολυκέρασος της Καστοριάς (22.8.44) ή το Σκλήθρο της Φλώρινας (4.9.44), αν και τα περισσότερα από τα σλαβομακεδονικά χωριά αυτής της κατηγορίας συνθηκολόγησαν χωρίς να προβάλουν ιδιαίτερη αντίσταση. 
Η αιματηρότερη, τέλος, μάχη της περιόδου δόθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1944 στο Κιλκίς, ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τις συνασπισμένες δυνάμεις του ΕΕΣ, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική συντριβή των τελευταίων.
Σε αρκετές περιπτώσεις, τη νίκη των ανταρτών ακολούθησαν μαζικές εκτελέσεις συλληφθέντων, είτε από τους ίδιους τους ελασίτες είτε από τα εξαγριωμένα πλήθη. Στο Μελιγαλά, όπου είχε καταφύγει το μεγαλύτερο μέρος των Ταγμάτων της Μεσσηνίας, και ο οποίος τα επόμενα χρόνια έμελλε να αναδειχθεί από την επίσημη προπαγάνδα σε σύμβολο της "κομμουνιστικής βαρβαρότητας", το επίσημο ανακοινωθέν του Γ.Σ. του ΕΛΑΣ αναφέρει ότι σκοτώθηκαν συνολικά 60 αντάρτες και 800 "ράλληδες". [...]


ImageShack, free image hosting, free video hosting, image hosting, video hosting, photo image hosting site, video hosting site
Οι επίσημες εντολές των Άγγλων για παράδοση των ταγματασφαλιτών στον ΕΛΑΣ [2] 
Δραματική ήταν επίσης η τύχη ορισμένων μελών της πολιτικής ηγεσίας των Ταγμάτων και του δωσιλογικού μηχανισμού, που λιντσαρίστηκαν από το πλήθος στις κεντρικές πλατείες της Καλαμάτας (17.9.44) και της Πύλου (21.9.44). Παρόμοιες βάρβαρες αποδόσεις "λαϊκής δικαιοσύνης" θα σημειωθούν την ίδια εποχή και στη Βόρεια Ελλάδα -άλλοτε σποραδικά (κατά την Απελευθέρωση) κι άλλοτε σε πιο μαζική κλίμακα (κατά τη μεταφορά εκατοντάδων ομήρων απ' τη Θεσσαλονίκη στην Αριδαία, στη διάρκεια των Δεκεμβριανών.
Αν και μερικά από αυτά τα λιντσαρίσματα φαίνεται πως είχαν σκηνοθετηθεί εκ των προτέρων από τοπικά στελέχη του ΕΑΜ (ή ότι, εν πάσει περιπτώσει, είχαν την ολόπλευρη συναίνεσή τους), γεγονός παραμένει ότι η πίεση μιας αξιόλογης μερίδας του πληθυσμού για αντεκδικήσεις ήταν έντονη και πανταχού παρούσα. Το διαπιστώνουμε, αν μη τι άλλο, από πολλές μαρτυρίες ελασιτών που μόλις και μετά βίας κατάφεραν να σώσουν από τα εξαγριωμένα πλήθη τους αιχμαλώτους ταγματασφαλίτες που φρουρούσαν. Ο ίδιος ο Μιχάλαγας λ.χ. σώθηκε από μια μονάδα του ΕΛΑΣ, η οποία τον απέσπασε την τελευταία στιγμή από τα χέρια μαυροντυμένων γυναικών που επιχειρούσαν να τους αποτελειώσουν.
Ακόμη και οι πιο πειθαρχημένοι αντάρτες, πάντως, ένιωθαν συχνά δυσφορία για την "πολιτική σκοπιμότητα" που υπαγόρευσε την αυτοσυγκράτησή τους, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που το αίμα των δικών τους ήταν ακόμη νωπό" (Τάσος Κωστόπουλος, Η αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη, Αθήνα γ' έκδ. Δεκ.2005 (α' έκδ. Μάιος 2005), σσ.65-8).

___________

[1] Φωτογραφία από το Λεύκωμα του Antonio J.Munoz, με τίτλο «Herakles & The Swastika- Greek Volunteers in the German Army, Police & SS 1943-1945. Πηγή: http://www.phorum.gr/viewtopic.php?t=11167&p=3688047


Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Παποράκι του Μπουρνόβα



Ο Μπουρνόβας ήταν προάστιο της Σμύρνης. Στο προάστιο αυτό έμεναν οι εύπορες οικογένειες της Σμύρνης αλλά ήταν και η συνοικία των ξένων ιδίως των Άγγλων κατοίκων της πόλης (αγγλική παροικία). 
Ο Μπουρνόβας έγινε περισσότερος γνωστός στη νεότερη Ελλάδα από το σχετικό λαϊκό τραγούδι «Παποράκι του Μπουρνόβα και καρότσα της στεριάς...» που το είχε πρωτοτραγουδήσει η Μαρίκα Παπαγκίκα  και που φέρεται να το τραγουδούσαν Έλληνες λιποτάκτες στρατιώτες το 1922[1].
Το Κορδελιό, κατά ελληνική παλαιότερη ονομασία είναι παραθαλάσσιος προάστιος δήμος της Σμύρνης στην Τουρκία, καλούμενος επίσημα Περαία, ή κοινώς Πέρα Μεριά, και στη τουρκική Καρσίγιακα.  Βρίσκεται απέναντι σχεδόν της Σμύρνης (βορειοδυτικά).
Στη νεότερη διασκευή του τραγουδιού (από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο) έχουν απαλειφθεί πολλές αναφορές του πρωτότυπου τραγουδιού, όπως ο τελικός προορισμός, που δεν ήταν « ...στον Περαία να με πας», αλλά «...στη Βραΐλα να με πας», καθώς και αναφορές για χασίς και δερβίσηδες.
Ο Παπαδόπουλος που έγραψε τους στοίχους το 1972 μιλάει για τον Πειραιά και όχι για κάποιο άλλο λιμάνι της Σμύρνης. Το τραγούδι βέβαια κρύβει μια ιστορία που ούτε ο ίδιος γνώριζε όπως αποκαλύπτει σε συνέντευξή του. Οι στίχοι που είχε ακούσει και εμπνεύστηκε το τραγούδι αναφέρονται σε τραγούδι της Σμύρνης, που τραγουδούσαν το 1922, το οποίο έχει τραγουδήσει και η Παπαγκίκα το 1928 με τίτλο  "Μπραΐλα". 
Η Μπραΐλα που αναφαίρεται στο αρχικό τραγούδι είναι στην Ρουμανία και είχε και αυτή σκάλα τότε (πόλη με ανεπτιγμένο ελληνισμό). Οι φαντάροι που τραγουδούσαν το τραγούδι το 1922 άλλαζαν τον προορισμό στους στοίχους ανάλογα με το που ήθελαν να τους πάει το καράβι/ μπαπόρι ...ο Πειραιάς μάλλον ήταν πιο δημοφιλής προορισμός.

Οι στίχοι της Βραΐλας ήταν οι εξής:

"Καράβι του Μπουρνόβα άντε και καρότσα της στεριάς
χίλια τάλιρα σας δίνω στη Βραΐλα να μας πας
Πάρε μας καπετάνιε να χαρείς ότι αγαπάς
κι όσα θέλεις γύρεψε μας στη Βραΐλα να μας πας
Καράβι και καρότσα, θα σας δώσουμε παράδες
στη Βραΐλα να μας πάτε, για να δούμε δερβισάδες
Πάρε μας στη Βραΐλα για να σπάσουμε μεράκι
εκεί θα βρούμε δερβισάδες να φουμάρουμε μαυράκι"
     Εκτέλεση του αρχικού τραγουδιού, Βραΐλα (1928)  


__________________________________

[1] Μετά τις εκλογές του 1920,  η "πτωχή πλην τίμια Ελλάς" αποκτά την πλέον αφερέγγυα διακυβέρνηση. Σύντομα ο λαός το αντιλαμβάνεται, και κατά τα τέλη του 1920, η βασιλική κυβέρνηση χαίρει ήσσονος εκτιμήσεως. Τίποτα δεν συνηγορεί πια σε τερματισμό της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Η ασυνέπεια της βασιλικής παράταξης και η αλαζονική αθέτηση της δέσμευσης για "οίκαδε", τουλάχιστον για τους στρατολογηθέντες για μεγάλο χρονικό διάστημα (υπάρχουν άντρες ενδεδυμένοι το χακί, από το 1912!), διογκώνει τον αναβρασμό στο ελληνικό στράτευμα. Η ορεινή Ελλάδα είναι γεμάτη λιποτάκτες και φυγόστρατους, ενώ από τις κλάσεις που καλούνται στα Όπλα, ένας στους δύο άντρες, δεν παρουσιάζεται. 

Παράλληλα, ενισχύεται η δυσαρέσκεια των μαχίμων στο μικρασιατικό μέτωπο, λόγω του μεγάλου αριθμού αυτών που "κρύβονται" στα μετόπισθεν. Ενώ η Στρατιά της Μικράς Ασίας επισήμως παρατάσσει 200.000 άντρες, στο μέτωπο βρίσκονται μόνο οι 90.000. Οι υπόλοιποι βρίσκονται π.χ. τοποθετημένοι σε διάφορα γραφεία, ή κάνουν κατάχρηση αναρρωτικών αδειών, εν πάσει περιπτώσει εκμεταλλευόμενοι την πολιτική προστασία που τους παρέχει το καθεστώς των βασιλοφρόνων. Μέχρι το Μαρτίο του '21, που διατάσσεται η επιστράτευσις τριών νέων κλάσεων, έχουν εγκαταληφθεί και τα τελευταία δημαγωγικά προσχήματα τα οποία έφεραν τους επάρατους Γλύξμπουργκ πίσω στην Ελλάδα μόλις τέσσερις μήνες πρωτύτερα.   

Λόγω της γενικότερα αδέξιας πολιτικής του ελληνικού θρόνου, η Αγγλία και η Γαλλία βρίσκουν αφορμές για να μεταστραφούν σταδιακά από συμμαχικές χώρες, σε ουδέτερες, εχθρικώς διακείμενες, με αποκορύφωμα τον οικονομικό αποκλεισμό της Ελλάδος, με πρόφαση τη διπλωματική της ανυπακοή.

Πηγές: 
 https://sites.google.com/site/romeandromania/Home/20th-21st-c/disaster
 wikipedia
 youtube